επιζωοτικός

επιζωοτικός
η , όν эпизоотический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επιζωοτικός" в других словарях:

  • επιζωοτικός — ή, ό [επιζωοτία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιζωοτία («επιζωοτική νόσος») 2. φρ. «επιζωοτική αποβολή» αποβολή τών εμβρύων θηλυκών ζώων που οφείλεται σε επιζωοτία από την προσβολή διαφόρων μικροοργανισμών …   Dictionary of Greek

  • επιζωοτικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην επιζωοτία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»