- επιζωοτικός
- η , όν эпизоотический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιζωοτικός — ή, ό [επιζωοτία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιζωοτία («επιζωοτική νόσος») 2. φρ. «επιζωοτική αποβολή» αποβολή τών εμβρύων θηλυκών ζώων που οφείλεται σε επιζωοτία από την προσβολή διαφόρων μικροοργανισμών … Dictionary of Greek
επιζωοτικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην επιζωοτία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)